"Αδελφές του Στρατιώτου" - Συμβολική συγγένεια
«Η Μάνα, οι αδελφές, και οι πλύστρες της Μικρασιατικής Εκστρατείας»
«Τ.Τ. 925 τη 11/07/1923. Το γράμμα σου ήτο γεμάτο από λόγια πατριωτικά, τα οποία συμμερίζομαι, αλλά τοιούτων λόγων ανάγκην δεν έχω πίστευσέ με. Είμαι ειλικρινής και στα λέγω νέτα σκέτα. Ζω διαρκώς στα βουνά. Επάτησα όλα τα βουνά Μικράς Ασίας, Μακεδονίας, Ηπείρου και Θράκης. Εγήρασα πρόωρα, χωρίς να καταλάβω νειάτα τα οποία αφιέρωσα για την πατρίδα. Εχω πολύ αγριέψει. Είμαι ηλικίας 29 ετών και ακόμη δεν έμαθα πως ζούνε όσοι μένουν στας πόλεις. Ηθελα κατά συνέπειαν […] να μου παρουσιάσεις αυτήν την ζωήν. Την Αθήνα την άφησα από το 1917, αφ’ ότου απεφοίτησα του Στρατ. Σχολείου των ευελπίδων. Μα και μέχρι του έτους εκείνου, παιδί ακόμη πηδούσα από θρανίον σε θρανίον. […] Να τόσο παιδάκι είμουνα τότε. Τώρα άνδρας πολυβασανισμένος μάλιστα. Σένα δεν σε ντρέπομαι, […] γιαυτό με το πρώτο μου γράμμα σου κάνω μια παράκληση. Να μου στείλεις ώμορφα βιβλία για να τα δίνω και στους αξιωματικούς και φαντάρους μου. Ευρίσκομαι στην προκάλυψι του Εβρου και όταν τα κουνούπια μας αφήνουν ήσυχους δεν έχουμε τι να κάνωμεν. […] Περιμένω με αγωνία γράμμα σου με όχι πατριωτικά λόγια. Οι αδελφούλες μόνον πατριωτικά λόγια ξέρουν ;;; Δεν το πιστεύω1».
Στην αλλαγή του αιώνα οι επιζώντες πολεμιστές της Μικρασιατικής Εκστρατείας είναι πια ελάχιστοι. Επέστρεψαν στην Ιστορία, έφυγαν πλήρεις αναμνήσεων, πήραν μαζί τους όνειρα και εφιάλτες, που για νύχτες τους έφερναν συχνά πίσω, κι ας είχαν περάσει τόσα και τόσα χρόνια από το 1922. Κι ενώ εκείνοι έζησαν ίσως τότε τις πιο μεστές σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας, (την τριετία της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, που σφράγισε τον κύκλο της πολεμικής δεκαετίας 1912-1922), εμείς τώρα, ερήμην αυτών, (ανα)κατασκευάζουμε ιστορία και μνήμη με ότι έμεινε να μας θυμίζει την αλήθεια του θνησιμαίου παρελθόντος (γραπτά κυρίως ντοκουμέντα), υποθέτοντας μάλιστα πως το εξεταζόμενο πλέγμα (θερμών) πολεμικών γεγονότων, γίνεται πια «σύννομο» αντικείμενο της «ψυχρής ιστορίας».
Σε παλαιότερο άρθρο2, είχα τονίσει πως η κρίσιμη αυτή πολεμική προσπάθεια συνδέεται άρρηκτα με τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) καθώς και με την ελληνική συμμετοχή στο Ανατολικό/Βαλκανικό μέτωπο του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου των ετών 1917-1918, αν και, ως προς τον τρόπο μάχης, τον οποίο συνυπαγορεύουν το συλλογικό υποσυνείδητο, ο πατριωτισμός και οι συλλογικές αναπαραστάσεις των ελλήνων στρατιωτών, η Μικρασιατική Εκστρατεία είναι μέρος ενός ελληνο-τουρκικού και γενικότερα ενός διαβαλκανικού "μάχεσθαι".
Στο παρόν κείμενο θα μας απασχολήσει, έστω και περιληπτικά3, η πληρέστερη καταχώρηση του Μικρασιατικού πολέμου στο ευρύτερο γενεσιουργό πολιτισμικό υπόστρωμα της εποχής, ενδοσκοπώντας ορισμένες πτυχές της καθημερινότητας και σκέψης του Έλληνα στρατευμένου και πιο συγκεκριμένα τις (δύσκολες) σχέσεις. του με τα γυναικεία εγκόσμια.
Ο έλληνας στρατιώτης λοιπόν, «συναντά» τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο (Μακεδονικό μέτωπο 1917-1918), από όπου και «μεταλαμβάνει» κάποια κοινά (δυτικά) "διαπολεμικά" πολιτισμικά στοιχεία, από κώδικες συμπεριφοράς και κοινωνικότητας σε συνθήκες στρατωνισμού έως τη μαζική ενασχόληση με ανδροπρεπή αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο4. Το Μακεδονικό μέτωπο έγινε επίσης πεδίο συγκρίσεων μεταξύ ελλήνων και συμμάχων μαχητών, τόσο επί του τρόπου μάχης, όσο και σχετικών με την ένδυση, την επιμελητεία, ή τις συνθήκες διαβίωσης. Πάραυτα, η διαφορά παρέμενε αισθητή, απτή θα λέγαμε, προκαλώντας πάντοτε τα δικαιολογημένα σχόλια των (ελλήνων) ενδιαφερομένων, αν και στον τομέα της ψυχαγωγίας, ορισμένες καινοτομίες του Δυτικού μετώπου προσαρμόζονται γρήγορα στις βαλκανικές συνθήκες, αποκτώντας έτσι επιτυχημένη ελληνική εκδοχή.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν τα «Σπίτια του στρατιώτη», ψυχαγωγική πρακτική γυναικείων (θρησκευτικών) οργανώσεων, η οποία από το γαλλικό μέτωπο, επεκτάθηκε και αλλού. Στα «Σπίτια» αυτά, οι στρατιώτες βρίσκουν θαλπωρή, χώρους αναψυχής με αναγνωστήρια περιοδικού τύπου και βιβλίων, την απαραίτητη προς αλληλογραφία γραφική ύλη, συχνά δε, τρόφιμα, φαγητό, ροφήματα και δωρεάν ή σε χαμηλές τιμές τσιγάρα. Η αμερικανική οργάνωση Y.M.C.A., (Young Men's Christian Association – Army and Navy - With the Colors) και η αντίστοιχη ελληνική Χ.Α.Ν. (Χριστιανική Αδελφότητα Νέων), (συν)οργάνωσαν τα πρώτα «σπίτια του στρατιώτου» στο Μακεδονικό μέτωπο των ετών 1916-1918. Γρήγορα όμως, και με την ηθική υποστήριξη του ίδιου του Βενιζέλου, και χάρη στην ενεργητικότητα της «Μάνας του Στρατιώτη», Άννας Παπαδοπούλου-Μελά (αδελφής του Παύλου Μελά), ιδρύθηκαν κι άλλα, σε όλη την τότε Ελληνική Επικράτεια καθώς και στις ζώνες κατοχής του Ελληνικού Στρατού, (Πειραιάς, Σμύρνη, Αδριανούπολη…). Ο πολεμικός ανταποκριτής Κώστας Μισαηλίδης μνημονεύει σε άρθρο του ενδιαφέρουσες πτυχές των δραστηριοτήτων ενός τέτοιου ιδρύματος στη Μαγνησία (της Μικράς Ασίας), όπως η συναναστροφή στρατιωτών με «αδελφές», γεγονός με σημασία αν συνταυτίσουμε τις τότε πολεμικές και κοινωνικές συνθήκες : «18 Μαρτίου 1920. Πηγαίνω στο Σπίτι του στρατιώτου. Τα κορίτσια της Μαγνησίας εκεί γραμματικοί των αγραμμάτων φαντάρων. Τί ωραία έμπνευσις αυτή. Ζευγάρια ζευγάρια σ’όλη την αίθουσα, σκύβουν πάνω σ’ένα φύλλο χαρτιού πάνω. Ο φαντάρος βυθισμένος στην ανάμνησι εκείνων που ζούνε στο χωριό του. Η δεσποινίς, αδελφική Ιέρεια, με τη ψυχή γεμάτην απ’την συγκίνησι του αδελφού στρατιώτου5
Ποιες ήταν όμως αυτές οι «αδελφές του στρατιώτου»; Πρόκειται για κοπέλες, μέλη πατριωτικών σωματείων με τις οποίες αλληλογραφούσαν εκατοντάδες μαχητές. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των αδελφών Δεσποτοπούλου («αδελφές στρατιωτών» αλλά και αδελφές μεταξύ τους), με 200 «εθνικούς επιστολογράφους» και πάνω από 2000 αρχειοθετημένες επιστολές της περιόδου 1917-1923. Το αρχείο των αδελφών Γεωργίας και Νεφέλης Δεσποτοπούλου, ανήκει σήμερα στην Εταιρεία Αρχείων "Μνήμες"6, και αποτελεί μοναδικό σύνολο προσωπικών πολεμικών ντοκουμέντων καθώς περιέχει εκτός από τις επιστολές, φωτογραφίες, καρτ ποστάλ, χειρόγραφες εφημερίδες, υλικό, μέρος του οποίου δημοσιοποιήθηκε με την έκδοση του λευκώματος του Φώντα Λάδη (Διευθυντή του Αρχείου) «Χαίρε Μέσα από τη Μάχη» το 1993.
Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του έργου, οι δύο νέες γυναίκες «είναι μεθοδικές. Στέλνουν δώρα, θυμούνται τις ονομαστικές γιορτές και τα γενέθλια των επιστολογράφων, είναι ευγενικές μαζί τους. Ταξινομούν με αύξοντα αριθμό όλα τα γράμματα που λαμβάνουν και κρατούν καταλόγους. […] Με αρκετούς επιστολογράφους ανταλλάσσουν λίγα γράμματα, με άλλους η αλληλογραφία κρατάει χρόνια, με ορισμένους μάλιστα και μετά το 1922. Μερικοί σκοτώνονται στον πόλεμο ή χάνονται τα ίχνη τους, ενώ κάποιοι βαριούνται να συνεχίσουν, καθώς η Νεφέλη και η Γεωργία χρησιμοποιούν στην αρχή ψευδώνυμο. […] Οι δύο αδελφές διαβάζουν φεμινιστικά περιοδικά, παρακολουθούν κοινωνικές εκδηλώσεις, παίρνουν μέρος σε διαγωνισμούς […] Δεν ενημερώνονται μόνο αλλά διαμορφώνουν δική τους γνώμη. Ανταλλάσσουν απόψεις με τους επιστολογράφους για φλέγοντα θέματα της εποχής, για τη γυναικεία ψήφο, για τον έρωτα, τη φιλία, το γάμο. […] Οπως το καταστατικό του Συνδέσμου ορίζει […] είναι υποχρεωμένες να στέλνουν αναμνηστικά δώρα ή άλλα προσωπικά είδη σε δεκάδες επιστολογράφους. Οσοι ζητούν τέτοιες εξυπηρετήσεις από μόνοι τους - βιβλία, παρτιτούρες,, είδη ένδυσης, γλυκίσματα - στέλνουν τα αντίστοιχα ποσά ή ζητούν λόγω οικονομικής αδυναμίας "προσωρινή πίστωση" […] Από την πλευρά τους εκείνες ζητούν ενθύμια του πολέμου και κυρίως κάλυκες από βουλγαρικές ή τουρκικές οβίδες7 […]».
Η «φτιαχτή» αυτή αδελφική σχέση, καταφανής ανθρωπολογική περίπτωση «στρατιωτικής τελετουργικής συγγένειας», ανήκει στις συμβολικές εκείνες κατασκευές οι οποίες απαλύνουν τελικά τις αντιξοότητες του στρατιωτικού βίου, συνθέτοντας προφανώς ένα πιο «γνώριμο» και πάντως αναγνώσιμο μοντέλο προσέγγισης της σκληρής περιρρέουσας πολεμικής πραγματικότητας8, ενώ παράλληλα λειτουργεί και ως γέφυρα επικοινωνίας και ανταλλαγής μεταξύ μετώπου και μετόπισθεν. Στα πλαίσια άλλωστε των συχνών εναλλαγών, στρατωνισμού και επαφών με την εκάστοτε τοπική κοινωνική πραγματικότητα, ποτέ οι στρατιώτες δεν είναι αποκομμένοι από την καθημερινή ζωή, στη Θράκη ή στη Μικρά Ασία.
Πηγές της εποχής αναφέρονται ακόμα και σε περιπτώσεις αρραβώνων μεταξύ στρατευμένων από την Παλαιά Ελλάδα και (αυτοχθόνων) ελληνίδων, μεταφέρουν δε συχνά, την έκπληξη την οποία προξένησε σε πολλούς Παλαιοελλαδίτες η «ευρύτητα» των ηθών στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου, και βεβαίως το κατά γενική ομολογία ανοικτότερο πνεύμα που επικρατούσε μεταξύ της πλειονότητας των Ελλήνων Μικρασιατών. Τα περί «εκφυλισμού των γυναικών» πάντως, που ενίοτε επαναλαμβάνουν οι στρατιώτες σε επιστολές τους, είναι δηλωτικά της διαφορετικής νοοτροπίας ανάμεσα σε Έλληνες της Ηπειρωτικής Παλαιάς Ελλάδας και σε Μικρασιάτες, κυρίως των αστικών κέντρων. Οι δεύτεροι, ζώντας σε ανταγωνιστικό (πλην όμως πολυφυές) περιβάλλον με την κάθε λογής πολιτισμική ετερότητα, είχαν σε κάποιο βαθμό αναπτύξει διαφορετικά στερεότυπα διαπροσωπικής συμπεριφοράς, ακόμα και σε ό,τι αφορά στις σχέσεις ανδρών και γυναικών. Ας μη ξεχνάμε επίσης πως άλλη ήταν η θέση των γυναικών στη Σμύρνη (ή έστω στην Αθήνα), και άλλη στην ελληνική επαρχία ή στα ενδότερα της Μικράς Ασίας.
Πολλά προσωπικά κείμενα της εποχής πάντως (επιστολές και εφημερίδες του μετώπου, ημερολόγια), μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε την ευκαιριακή αυτή «πολιτική» ζωή των στρατευμένων σε γειτονικά χωριά και πόλεις, καθώς οι στρατιώτες κατά τις εξόδους (ή παίρνοντας άδεια καθώς λέγεται από τη «σημαία») πηγαίνουν σε ελληνικά (και μη) καφενεία ή σε σπίτια ομογενών, παίρνουν μέρος σε τοπικές γιορτές, συνάπτουν σχέσεις με γυναίκες ή δέχονται προτάσεις οι οποίες κάποτε οδηγούν σε γάμους. Ενδεικτική των γεγονότων αυτών, η ακόλουθη ημερολογιακή γραφή : «Σάββατον 6-3-1921. […] Στις 4 το απόγευμα είμεθα στην Κίον [Μικρά Ασία]. Οι Κιώτισες ήσαν όλο χαρά, και όπως λέγουν, δεν έβλεπον την ώραν να φύγη το 27ον και να έρθη στην Κίον το 30ον. Με το δίκιο των όμως, διότι με παιδιά του 30ου Συντάγματος έχουν συνδεθή φιλικών τε και συγγενικώς. Προ παντός δε πολλά κορίτσια έχουν εξασφαλείση το μέλλον των. Επήγαμε στο ίδιον οίκημα, όπου είμεθα και πριν. Μόλις σταθήκαμε, επλύθηκα καλά και ήλαξα εσόρουχα, κατόπιν επήγα τα λερομένα στη κερά Φωτηνή, και μου έψησε καφεδάκι και αφού τα ήπαμε λίγο, έφυγα για το λόχο, ολίγη γραφική υπηρεσία, μετά ύπνο9».
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς μετά από προσεκτική ανάγνωση των ιστορικών πηγών, οι «αδελφές » δεν ήταν οι μόνες γυναίκες στη στρατιωτική ζωή των ανδρών της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Εκτός από τις απαραίτητες επισκέψεις σε οίκους ανοχής (θέμα το οποίο ακόμα και οι προσωπικές (κατα)γραφές της εποχής αποφεύγουν να θίξουν), οι στρατιώτες ζητούν από ντόπιες γυναίκες κάποιες «τρέχουσες » εξυπηρετήσεις. Ετσι, αν και οι ίδιοι έπλεναν συχνά μόνοι τις λινοστολές σε ποτάμια και λίμνες, όταν τούτο δεν ήταν δυνατό ή σε περιπτώσεις παρατεταμένου στρατωνισμού κοντά σε πόλεις ή χωριά, τότε έδιδαν τα ρούχα σε πλύστρες επί αμοιβή, συνήθως ελληνίδες αλλά όχι αποκλειστικά. Άλλοτε τα πήγαιναν οι ίδιοι στις πλύστρες, άλλοτε δε, εκείνες τα έπαιρναν από τους στρατιωτικούς καταυλισμούς, έτσι οι στρατιώτες δεν εγνώριζαν τα σπίτια των γυναικών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση όμως, όταν αποφασιζόταν εσπευσμένη αναχώρηση των τμημάτων οι ενδιαφερόμενοι δεν κατάφερναν πάντα να βρουν τις πλύστρες και να πάρουν πίσω τα τόσο πολύτιμα ρούχα, καθώς μαρτυρεί το ακόλουθο απόσπασμα : «Πέμπτη 17-9-1920 […] ακούσαμε από στρατιώτας του 3ου λόχου ότι αύριον φεύγομε, και να βλασθημούν […] Αλλο δεν σκεφτήκαμε […] μόνον τα ρούχα μας, που είχαμε στην πλύστρα, και δεν γνωρίζαμε το σπίτι της, διότι της εδίδαμε τα ρούχα από τον καταυλισμόν. […] Φωνάζει ο επιλοχίας, όποιος έχει ρούχα στην πλύστρα να πάη να τα πάρη. […] χωρίς να ξεύρομε πού θα βρούμε το σπίτι της πλύστρας, ευτυχώς τον πρώτον νυχτοφύλακα που ηρωτήσαμε, εγνώριζε την Φωτηνήν την πλύστραν και μας έστειλε κετευθύαν στο σπίτι και πήραμε τα ρούχα μας10 […]».
Αυτές είναι εν ολίγοις οι γυναίκες της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Άλλοτε Μικρασιάτισσες, κι άλλοτε «αδελφές» στις δύο ακτές του Αιγαίου, ωστόσο απούσες από την πληθωρική ιστοριογραφία του 1922 για χρόνια. Τέτοια στάθηκε επίσης η μοίρα των αδελφών Δεσποτοπούλου, οι οποίες καθώς μας πληροφορεί ο Φώντας Λάδης στην εισαγωγή του έργου του, «παρ’ όλη την κοινωνικότητα, την πληθωρικότητα και την κινητικότητα των νεανικών τους χρόνων, οδηγούνται σταδιακά σε μια αρκετά κλειστή ζωή, σε ένα σταδιακό ‘μάζεμα’ στον εαυτό τους, σε δυο παράλληλες μοναχικότητες ή σε μια "σιαμαία" μοναξιά. Ζουν μαζί άλλα 55 χρόνια. […] Τα μεταπολεμικά [του 1945] χρόνια η ζωή συνεχίζεται για τις δύο αδελφές όλο στερήσεις. Στο νέο τους περίγυρο δεν μιλούν για το λογοτεχνικό και ιστορικό θησαυρό που κρύβουν στα συρτάρια τους ούτε για τις «αδελφές του στρατιώτου» που ζουν στις ψυχές τους. Η Γεωργία θα ζήσει είκοσι χρόνια κατάκοιτη. Πεθαίνει το 1978. Η Νεφέλη ακολουθεί το 1982.11»
*Παναγιώτης ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ - Ιστορικός - Κοινωνικός Ανθρωπολόγος
Υποσημειώσεις
1. Επιστολή του λοχαγού πυροβολικού Α. Αναστασίου, από το βιβλίο του Φώντα Λάδη, «Χαίρε Μέσα από τη Μάχη» εκδ. Τροχαλία, 1993, σελ. 278-279.
2. "H Βαλκανική ημών μάχη: 1821-1922", Σύντομο δοκίμιο πολιτισμικής πολεμικής ιστορίας, NEMECIS, 1999/08.
3. Αφετηρία του παρόντος κειμένου, η διδακτορική διατριβή του γράφοντος (Ιανουάριος 1999), στο (γαλλικό) Πανεπιστήμιο της Πικαρδίας Jules Verne υπό τον τίτλο: "Βίος και συλλογικές αναπαραστάσεις του Ελληνα στρατιώτη κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο στη Μικρά Ασία (1919- 1922)", [“Vie et représentations du soldat grec pendant la guerre gréco-turque en Asie mineure (1919-1922)”].
4. Βλ. επίσης σχετικά: Παναγιώτη Γρηγορίου, "Σεπτέμβριος ’22 – Ο τραγικός επίλογος του Μικρασιατικού πολέμου", NEMECIS, 2000/09, σελ. 34.
5. Αρχείο δημοσιευμάτων Κώστα Μισαηλίδη, Εστία Νέας Σμύρνης.
6. Εφέσου 73, 17124, Νέα Σμύρνη - Αθήνα
7. «Χαίρε Μέσα από τη Μάχη», σελ. 44-48.
8. Επ’ αυτού, βλ. σχετικά άρθρο του γράφοντος στη γαλλική επιθεώρηση Κοινωνικής Ανθρωπολογίας: «Parents et affins de combat - Réflexions sur des correspondants de guerre 1918-1923», L'Homme, 154/155: pp. 481-488.
9. Χαράλαμπος Πληζιώτης, Αναμνήσεις του Μετώπου 1920-1921 Μικρά Ασία - Θράκη, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών- 1991, σελ. 196.