loading...
 
 
 
 

Τα ίχνη της ιστορίας - Διήγημα

 

 

Απόσωσε το γράμμα αποθέτοντας την κατακλείδα στίξη. Απύθμενη θαρρείς εμπρός του η θάλασσα και δαύτα ποντοπόρα. Το υπερωκεάνιο από την Μαρσίλια ήδη στη ράδα. Το έβλεπε να πλησιάζει, νωχελική κιβωτός, ψυχοπομπός του κι ειμαρμένη. Έσπευσε να ταχυδρομήσει, να προλάβει τις διατυπώσεις να μπαρκάρει, αντίστροφη πλέον ρότα.

«Πόρτο- Σαΐδ τη 30 Μαρτίου 1921, Αριάδνη ψυχή μου. Μόλις αυτή τη στιγμή έφθασα σιδηροδρομικώς από την Αλεξάνδρεια. Δεν φαντάζεσαι πόσο μεγάλη είναι η στενοχώρια μου που δεν κατόρθωσα να πάρω τα έξοδα του ταξιδίου μου από το Προξενείο. Διότι έτσι το θέλει ο κ. Υπουργός των Στρατιωτικών Θεοτόκης. Μεγαλύτερη αχαριστία της Πολιτείας προς τα παιδιά της δεν γράφηκε στα χρονικά. Ακούς εκεί να αρνηθεί ο εξοχότατος κ. Υπουργός να διατάξει να μην μου καταβάλουν τα έξοδά μου μόνον και μόνον διότι δεν είμαι από τους «ημετέρους»; Δεν πειράζει, εγώ θα υποβάλω και πάλι το υπόμνημά μου στην Επιμελητεία Φρουράς Αθηνών και θα σε παρακαλέσω να ενεργήσεις διότι είναι κρίμα να πληρώσει ο πατέρας μου άλλες 8000 δραχμές χωρίς να λογαριάζεις 2000 δραχμές που κατέβαλε ήδη για τα έξοδά μου μέχρις ότου έρθει επιτέλους το βαπόρι. Ευτυχώς που εδώ στο Πόρτο υπάρχουν πολλοί έμποροι γνωστοί μας, οι οποίοι μου φανήκαν πολύ πρόθυμοι. Τηλεγράφησαν στον πατέρα μου τα καθέκαστα και αμέσως διέταξε να φύγω με το πρώτο βαπόρι για Majunga. Και έτσι υβρίζοντας και μουντζώνοντας μερικές εξοχότητες …. (ξέρεις ποιες εννοώ) θα πλέω για 14 ημέρες προς την Majunga όπου πιστεύω να ’βρω κάποια ψυχική γαλήνη. Για τα χρήματα που μου έδωσε η μητέρα σου λυπούμαι που δεν μπορώ λόγω της οικονομικής μου καταστάσεως, να της τα στείλω τώρα, αλλά σας βεβαιώ ευθύς ως φθάσω στην Majunga θα το φροντίσω. Έχω δε υπόψη μου και τις παραγγελιές σου για τις οποίες θα κάμω ότι μπορώ. Τι άλλο μπορώ πλέον να σου προσφέρω; Εξωτικά είδη, style colonial και ανία. Επιστρέφω βλέπεις εκεί που δεν ανήκω ολάκερος, το παραδέχομαι, σε πρόδωσα, όπως με πρόδωσε κι εμένα η «Μεγάλη» μας ιδέα, της Πατρίδας τα είδωλα. Ένα τέτοιο πες πως ήμουν κι εγώ για σένα κι άφησέ με πια να με λιώνουν οριστικά οι θέρμες των τροπικών. Ξέχασέ με ίσως, αν μπορείς, και μη μου γράφεις τόσο συχνά. Θα τα καταφέρεις; Ίσως το επιχειρήσω κι εγώ. Μέσα στο γράμμα μου θα με δεις πλέον με πολιτική περιβολή. Είναι μια φωτογραφία που έβγαλα προ 20 λεπτών στον σταθμό. Βλέπεις τα χάλια μου. Αυτά έχουμε εμείς οι οριστικώς απολυθέντες των τάξεων του Ελληνικού Στρατού. Περιπλανώμενοι, πεπλανημένοι, πλάνητες. Περιμένω τον Ινδικό ως βάλσαμο ή ίσως σάβανο. Η καθ’ημάς Ανατολή δική σου, να την χαίρεσαι, να την νοιώθεις όσο ποθείς, ενδιαίτημα στα ενδόψυχά σου. Γράμματα να μη μου στείλεις πια στην Poste Restante Alexandrie, αλλά κατ’ευθείαν στο πατρικό της Μαδαγασκάρης, αν δεν μπορείς να παρακάμψεις τις ρευστότητες του παρελθόντος κι επιμένεις. Ίσως και να μην προλάβεις να στείλεις, ξέρεις, είμαι φοβερά άρρωστος και φοβούμαι για το μέλλον μου. Έχω μια προαίσθηση ότι αυτή η νέα αυτή αιφνίδια αλλαγή του κλίματος δεν θα με ωφελήσει καθόλου. Η ατμόσφαιρα τόσο υγρή, η Μεσόγειος ήδη πίσω μου, το Αιγαίο απόμακρο, κι εσύ… Πες πως σε φιλώ, Οδυσσέας. Υ.Γ. Χαιρέτισέ μου τις αδελφές σου, αλήθεια πώς νοιώθει η Μαργαρίτα τώρα που έγινε για τα καλά Αμερικάνα; Κι η μικρή μας Σοφία μήπως ψάχνει κι εκείνη τον φέρελπι σύζυγο;».

Εσώκλεισε τη φωτογραφία στην επιστολή ατενίζοντας το γνώριμο λιμάνι. Πρυμάτσες και παράλυτες σκότες. Χαμάληδες, κι αλήτες. Ανθρωπογεωγραφία απαράλλακτη. Άχρονη θαρρείς, ανύπαρκτη. Κι εκείνος, εξουθενωμένος παραλήπτης στιγμών, συμμετοχικός τους παρατηρητής, τις άθροιζε. Δεν έβγαζε όμως άκρη, τα δε λογιστικά της βιωτής του απροσάρμοστα, μια καντηλίτσα άλυτη, γρίφος ναυτικός. Είχαν περάσει ακριβώς τέσσερα χρόνια. Στο ίδιο πόρτο. Η οικειότητα της Μεσογείου δική του τότε, κληρονομημένη θεία χάριτι, όπως πίστευε. Ξέμπαρκος, φρέσκος στο Πορτ – Σάιντ, θυμήθηκε τα πρώτα εκείνα σκιρτήματα της ανάβασης. Κοσμοπολιτισμός, μπόχα, Bagages enregistrés. Voyage initiatique, mythe fondateur, ιδεώδη. Ένας κόσμος που έβριθε ήδη από μια ακλόνητη ξενότητα , πίστευε δε τότε ο Οδυσσέας, πως μπορούσε να απαλλαγεί από δαύτην, μιας κι η νιότη του προσέδιδε το χάρισμα μιας εξωϊστορικής, σχεδόν υπερβατικής οντότητας. Εκείνος έβλεπε μόνο το οικουμενικό των πραγμάτων σχήμα, κι αυτό πάλι, ως περιφέρεια του ελλαδικού γεωγραφικού χώρου δια του οποίου και μόνο όφειλε να προσλαμβάνει την ταυτότητά του, οιονεί κοινωνός της εθνικής μυθογραφίας. Για του λόγου το αληθές, ανασύντασσε τοπία κι ανθρώπους μέσα από τις διηγήσεις του πατέρα, πριν γνωρίσει. Κάρυστος – Πειραιάς – Πορτ-Σάιντ κι έπειτα Κάιρο κατά την ιδρύτρια πατρική απόφαση. Ποστάλια κι αδηφάγος ωκεανός. Η προ τετραετίας ρότα του Οδυσσέα αν κι αντίστροφη, ακολούθησε τα ίχνη που άφησε ο πατέρας σαν έφυγε στον Ινδικό. Αόρατα σημάδια μα υπαρκτά, του υπέδειξαν το μόνο στίγμα ως εκεί, αρόδο στο μεγάλο κανάλι, του λιβυκού προθάλαμος, πορεία ως την Πατρίδα. Κι έπειτα η Αλεξάνδρεια, αυθημερόν. Στο δε πολυτελές ξενοδοχείο πήγε συστημένος προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Ο απόδημος ιδιοκτήτης του από την Κύμη, σχεδόν συντοπίτης του πατέρα του, είχε ειδοποιηθεί και τον περίμενε. Τον έβλεπε κι εκείνος για πρώτη φορά. Διασχίζοντας το σαλόνι τα βλέμματα έπεσαν επάνω του με έκπληξη, first contact. Μονάχα ο μαύρος πορτιέρης έμοιαζε της πάστας του. Ο Οδυσσέας δεν πτοήθηκε, αν κι ανάσαινε βαριά. Παιδιόθεν είχε εξαναγκαστεί στη δύσκολη παρτίδα ανάμεσα σε ταυτότητα και ετερότητα. Η γλώσσα του ελληνική, λογία μάλιστα, το σπίτι του αστικό, τα γαλλικά του αψεγάδιαστα δίχως ίχνος accent. Το παρουσιαστικό του πάντα κομψότατο. «Καλώς ορίσατε κύριε Μακρυγιαννόπουλε, το προσωπικό του ξενοδοχείου μου στη διάθεσή σας, ο πατέρας σας με πληροφόρησε για την βραχύβια παραμονή σας στην Αλεξάνδρεια, έχω την εντύπωση πως η εμπορική του δραστηριότητα στη Μαδαγασκάρη παραμένει ανθηρά και προσοδοφόρος, έτσι δεν είναι;» κι η έκπληξη των πελατών φάνηκε να καταλαγιλαζει. Ο Οδυσσέας Μακρυγιαννόπουλος απάντησε καταφατικά με λόγια μετρημένα. Δεν ήθελε επ’ουδενί λόγο να εκτεθεί. Άλλωστε τα αλλότρια βλέμματα καραδοκούσαν παντού. Ελληνότροπος, ελληνοπρεπέστατος, πλην όμως μιγάς, στο χυτήριο της πλάσης κι αναμφίβολα στων πατρικών ερώτων τις πλαγιοδρομίες, κι αυτή του η ιδιότητα απροσπέλαστη, προκλητικό της ετερότητάς του άχθος. Η μητέρα του ήταν ντόπια από τη Majunga, γυναίκα περήφανη Μαδαγασκαρινή. Τον έφερε στον κόσμο αποθέτοντάς τον ευλαβικά και σιωπηρά στο ιδιόμορφο ελληνοκεντρικό οικιακό άδυτο του πατέρα, που τον αναγνώρισε συγκινημένος δίχως δισταγμό, αν και φύσει δυσανεκτικός απέναντι στη διαφορετικότητα. Το έβαλε πάντως πείσμα να εντάξει το μούλικο στο «σώμα» του έθνους. Έτσι, ο κυρ Δημήτρης από την Κάρυστο, ανέθρεψε τον μονάκριβο με την Αλεξανδρινή Ελληνίδα σύζυγο, τη Σαλώμη, θετή του μάνα έκτοτε, από την οποία ήταν βεβαιωμένα και τραγικά άκληρος.

Κι όλα εκείνα τα χρόνια της παιδικής αφέλειας στη μητρική Μαδαγασκάρη, ήσαν ήδη πίσω του, το σπιτικό, τα εξ Ελλάδος αντικείμενα, οι γονικές θύμησες, οι ονομαστικές εορτές, όλα μια επιπλέουσα κιβωτός της αποδημίας σε αποικιοκρατούμενο ωκεανό. Πανσπερμία φυλών στων δοξασιών τα κύματα κι οι κοινωνικοί ρόλοι τόσο άκαμπτοι. Ο ίδιος ανήκε κι εκεί όπου οι άλλοι γύρω του τον προσδιόριζαν ως μια επιπλέον «χτυπητή» απόχρωση στην εθνοτική διαστρωμάτωση του νησιού, μιγάς. Για τον πατέρα όμως, ο Οδυσσέας του δεν μπορούσε παρά να υπάγεται, φαντασιακά έστω, στα δικά του πολιτισμικά συμφραζόμενα, στο μόνο φωτεινό Αρχιπέλαγος: «Αιγαίο παιδί μου, Αιγαίο, γαλαζοπράσινο, φωτεινό, Κάρυστος, Άνδρος, Κίμωλος, Αμοργός …» μονολογούσε συχνά ο κυρ Δημήτρης μα ποτέ δεν απόσωνε την φράση. Επαναλαμβανόμενη πια επωδός στο σπίτι, μόνιμη εσχατολογική υπόσχεση του γυρισμού, προορισμός και πεπρωμένο. Έτσι πλήρης του οράματος τούτου και μυσταγωγός της ατελευτήτου αυτού διοδεύσεως, ο Οδυσσέας ταξίδεψε προς την Ελλάδα, έχοντας εσωτερικεύσει τον αέναο της παλιννόστησης πατρικό πόθο. Ελλάδα, ιδεατός τόπος, ιδεατός τύπος. «Να πας γιέ μου Οδυσσέα, να προσέχεις και πίσω να μας γυρίσεις γερός αν δεν παλιννοστήσεις» του είπε ο πατέρας, σφουγγίζοντας ένα δάκρυ που συνήθως δύσκολα του ξέφευγε.

Παναγιώτης Γρηγορίου 2009 (απόσπασμα από το ομώνυμο διήγημα)

 
Français

Επισκέπτες Online 1

 

Qui suis-je...

 

Anthropologue et historien, je me suis d'abord penché sur la notion d' "insularité", (terrain d'enquête auprès d'une communauté de pécheurs en mer Égée). En tant q'historien, j'ai proposé une "histoire culturelle de la guerre" dans les Balkans, utilisant des sources issues des écrits du front de la période 1916-1922, (lettres du front adressées à des marraines de soldat, carnets personnels). J'ai enfin porté ce même regard d'historien et d'ethnographe sur l'actualité française, en tant que correspondant en France de la revue grecque Némésis (1999-2008).

Plus sur mon Blog

 

 

 

Who am I...

 

Anthropologist and historian, I first considered the notion of "insularity" (a survey of a fishing community in the Aegean). Using written sources from the front of the 1916-1922 period, (letters sent from the front to soldiers' godmothers; personal diaries), as a historian, I proposed a "cultural history of war" in the Balkans. I finally brought this same look as a historian and ethnographer on French news, being a correspondent in France of the Greek magazine Nemesis (1999-2008).

More on my Blog

 
 
   
  CMSimple_XH στά Ελληνικά