loading...
 
 
 
 

Κοινωνικές δομές και περιβάλλον στο Αιγαίο

 

Η μετάλλαξη της παράδοσης Λέσβος
ΕΜΠΡΟΣ ημερήσια εφημερίδα νομού Λέσβου,
Μυτιλήνη, 17/03/2010.

 

Η μετάλλαξη της παράδοσης και η οικολογική υποβάθμιση - Το παράδειγμα του Κόλπου της Καλλονής στη Λέσβο - Μια βιωματική εθνογραφική καταγραφή
Δρ Παναγιώτης Γρηγορίου


Βρέθηκα στη Λέσβο με την ιδιότητα του ασκούμενου επί του πτυχίου τότε (1989), κοινωνικού ανθρωπολόγου του τμήματος εθνολογίας – του Πανεπιστημίου Paris-X Nanterre.

 

Το νησί, μου ήταν γνώριμο, όχι όμως και η συγκεκριμένη κοινότητα αλιέων της Σκάλας Καλλονής, εκεί όπου αποφάσισα να μείνω επί μήνες πραγματοποιώντας την επιτόπια έρευνα πεδίου, διαβατήρια θα έλεγα τελετή κάθε νέου επιστήμονα του κλάδου. Αν και εμπλουτισμένο με νεώτερα επίσης στοιχεία, το παρόν κείμενο, βασιζόμενο εν μέρει στις ημερολογιακές μου εκείνες καταγραφές, διατηρεί θεληματικά πτυχές εθνογραφικού χαρακτήρα, αφήνοντας στον αναγνώστη τη διεργασία της τελικής αποτίμηση. Σε συνάρτηση επομένως με την προδιαγραφόμενη τότε ήδη υποβάθμιση, αναδύεται η σημερινή πλέον ζοφερή οικολογική συγχρονία του κόλπου της Καλλονής, για την οποία, άλλοι, κοινωνοί διαφορετικών γνωστικών αντικειμένων (περιβαλλοντολόγοι) έχουν αποφανθεί με αφοπλιστική σαφήνεια αλλά και δικαιολογημένη πικρία ως προς τα τεκταινόμενα της τελευταίας εικοσαετίας. Η δε παρούσα δημοσίευση διακατέχεται συνεπώς και από την επιθυμία της (ανοικτής και προς συζήτηση) διαθεματικής – διεπιστημονικής ει δυνατόν προσέγγισης.

 

Οι οικισμοί ανάμεσα στην Καλλονή και στο επίνειό της, δηλαδή το Κεράμι, τα Παπιανά, τα Αργιανά και βεβαίως η Σκάλα, συνθέτουν μια ενοποιημένη κοινότητα, με  διαχωριστικές όμως νοητές και μη γραμμές. Πρόκειται για κοινότητες και συλλογικότητες αγροτικού χαρακτήρα, με εξαίρεση  τη Σκάλα όπου η ενασχόληση με την αλιεία  αποτέλεσε τον κύριο βιοπορισμό από τότε που οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες το ’22. Τρεις οικισμοί δεμένοι αλλά εν τέλει ξεχωριστοί.

 

Η επιτόπια λοιπόν αυτή έρευνα στη Σκάλα Καλλονής, στόχευε στην καταγραφή των δραστηριοτήτων, της αλιείας περισσότερο, της σχέσης της με την εντόπια  κοινωνικότητα και εν τέλει τη αλληλεξάρτησή της με το περιβάλλον με χρονικό κύκλο τη διάρκεια ενός πλήρους ημερολογιακού έτους. Ταυτόχρονα εξετάστηκαν οι εξελισσόμενες συναρθρώσεις της παράδοσης και της συγχρονικότητας της «ανάπτυξης», τουλάχιστον κατά την αντιληπτικότητα, τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις, τους ανταγωνισμούς και βεβαίως τους συμβολισμούς της τοπικής κοινωνίας.

 

Είναι κοινός τόπος πως η αισθητική, κοινωνική, οικονομική και εν γένει πολιτισμική αντιληπτικότητα, αποδοχή και «χρήση» του ευρύτερου περιβάλλοντος οικοσυστήματος ποικίλει, αλλά και μεταβάλλεται συνεχώς, όχι πάντοτε με γνώμονα την αειφόρο ανάπτυξη, κάθε άλλο συνήθως, τουλάχιστον έως πρόσφατα. Ενίοτε οι μεταλλάξεις και οι άκαιρες μεταφορές παραδοσιακών προτύπων υπό νέους τεχνολογικούς και οικονομικούς όρους μπορούν να αποβούν μοιραίες για τη βιοποικιλότητα για παράδειγμα, σε διάστημα δε κάποτε, λίγων μόνο ετών.

 

Στο παρόν άρθρο, εξετάζεται μια τέτοια περίπτωση, σχετιζόμενη με την (υπερ)αλιεία των οστρακοειδών στον κόλπο της Καλλονής και κυρίως των χτενιών τότε, το 1989, με δεδομένη πλέον σήμερα  την διακοπή της, μιας και το είδος έχει σχεδόν εκλείψει από τα νερά του υποβαθμισμένου πια οικοσυστήματος. Ακόμα και σήμερα (2010), αρκετοί διαδικτυακοί και μη, τουριστικοί οδηγοί της περιοχής αναφέρονται με έμφαση στο γεγονός πως κατά τη διάρκεια της Κατοχής η αλιεία των χτενιών, περιόρισε αισθητά τις επιπτώσεις της πείνας στους όμορους πληθυσμούς της ενδοχώρας οι οποίοι υπέφεραν, ενώ αντίθετα, οι αλιείς της Σκάλας, αντιστρέφοντας την προπολεμική οικονομική συγκυρία, αντλούσαν ανενόχλητοι πόρους από το θαλάσσιο περιβάλλον. Αναφέρουν μάλιστα σχετικά οι γεροντότεροι στις μαρτυρίες τους, πως οι ψαράδες της Σκάλας, έτρωγαν τα ψάρια τους με κλειστά τα πατζούρια, για να μην προκαλέσουν τη ζήλια και τον κοινό νου των συμπατριωτών τους γεωκτηνοτρόφων και αστών.

 

Η σύντομη αυτή, μικρής πάντως διάρκειας διατάραξη «της τάξης του κόσμου», έμεινε πάραυτα χαραγμένη στις μνήμες των κατοίκων, με επιπτώσεις έως τις μέρες μας ως προς την αντίληψη της (αποκλειστικής) δικαιοδοσίας στη διαχείριση του κόλπου από μέρους των ψαράδων.

 

Προβάλλεται δε ακόμα στις μέρες μας, το χτένι  ως εμβληματικό έδεσμα  του Κόλπου της Καλλονής σε συνδυασμό με τη σαρδέλα, ετεροχρονισμένη (εσκεμμένη;) ασφαλώς προβολή μιας «παράδοσης» προς αδαείς δυνητικούς επισκέπτες, όταν βεβαίως τα χτένια έχουν προ πολλού εξαφανισθεί: «Ο Kόλπος Kαλλονής, (…) ήταν πάντοτε και παραμένει λιμάνι εμπορικό, τόπος παραγωγής εκλεκτών ψαριών και οστρακοειδών αλλά και τόπος διακοπών και μελέτης της φύσης από τα χρόνια του Aριστοτέλη. (…) Eδώ ο μεγάλος φιλόσοφος και οι μαθητές του Θεόφραστος και Φαινίας ο Eρέσιος έθεσαν τα θεμέλια της φυσικής ιστορίας μελετώντας τα φυτά, τα θαλασσινά, και τα ψάρια της περιοχής του Kόλπου που είναι μοναδικά (κωβιοί, κουτσουμούρες, σαρδέλες, χτένια, αστερίες κ.α.)», (βλ.,  http://www.northaegean.gr, δικτυακός τόπο της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου 2009).

 

Παράλληλα όμως και σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, οι συχνές νύξεις στον τοπικό τύπο, αναδεικνύουν το εύρος του προβλήματος, όταν για παράδειγμα παρουσιάζεται το «πρόγραμμα σωτηρίας για τα χτένια του κόλπου Καλλονής (…) ως μια οργανωμένη παρέμβαση από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου μέσω της οποίας θα προστατευθεί ο υπάρχων γόνος, θα παχυνθεί και στη συνέχεια τα ώριμα σε ηλικία πλέον χτένια θα διασπαρθούν σε κατάλληλους βιότοπους του κόλπου για να αναπτυχθούν. Το πρόγραμμα αυτό θα συνδυαστεί με περιοριστικά μέτρα για την αλιεία τους στα πρώτα χρόνια (…) για την υλοποίηση τετραετούς προγράμματος στον Κόλπο Καλλονής από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου με τη λειτουργία οστρακογεννητικού σταθμού, ο οποίος θα επαναφέρει τους πληθυσμούς των χτενιών στις περιοχές απ' όπου το είδος εξαφανίστηκε (…) εξαιτίας της ανεξέλεγκτης οστρακαλιείας [που] ξεκίνησε από το 1984.

 

Μετά το 1990 οι πληθυσμοί αυτοί είχαν μειωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό στον κόλπο Καλλονής, ενώ μετά το 2000 το είδος εξαφανίστηκε. Είναι προφανές ότι το συγκεκριμένο κόστος για την υλοποίηση του έργου μπορεί να φαίνεται μεγάλο, επί της ουσίας όμως φαντάζει μικρό μπροστά στα οφέλη που θα έχει η τοπική οικονομία από την ανάκαμψη των πληθυσμών του χτενιού στον κόλπο Καλλονής. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το χτένι καταγράφεται στον κόλπο από την αρχαιότητα, ενώ μέχρι και την εξαφάνισή του στις μέρες μας, αποτελούσε το Νο 1 εξαγώγιμο όστρακο από την περιοχή μας, συνδεδεμένο με την τοπική παράδοση και τη γαστρονομία της Λέσβου», (Στρατής Σαμιώτης, www.aiolikanea.gr, 09/07/2008).

 

Το 1989 στον Κόλπο της Καλλονής, υπήρχε ωστόσο ακόμα σε αρκετές περιοχές χτένι (Chlamys glabra μεγέθους 40 με 70 χιλιοστών), ενώ σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις τα αλιευτικά σύνεργα ανέβαζαν στην επιφάνεια της θάλασσας και  την περίφημη χτενομάνα (προφανώς του είδους Pecten maximus), η οποία καθώς ήταν αδύνατο λόγω (μικρού) αριθμού να εμπορευματοποιηθεί, γινόταν περιζήτητος μεζές στην ομήγυρη των ψαράδων ή στις οικογένειές τους.

 

Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, μελέτη του  Πανεπιστημίου Πατρών, υπογράμμιζε τον κίνδυνο εξαφάνισης του είδους από τα νερά του σχετικά κλειστού κόλπου, λόγω της επικείμενης και ήδη διαφαινόμενης ρύπανσης από τις παράκτιες δραστηριότητες. Σύμφωνα δε με τις επικρατούσες συνθήκες στην περιοχή, ο κύκλος της ενηλικίωσης του χτενιού ολοκληρωνόταν περίπου σε τρία χρόνια, περίοδος κατά την οποία κάθε επέμβαση στους πληθυσμούς του μπορούσε να αποβεί μοιραία (Λυκάκης, 1986). Να υπενθυμίσουμε πως σύμφωνα με τη σχετική  βιβλιογραφία, ο Κόλπος της Καλλονής αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή υποπαράλιας ζώνης  η οποία εκτείνεται μέχρι το όριο ανάπτυξης των φωτόφιλων φυκών και των θαλάσσιων αγγειόσπερμων, όριο που δεν ξεπερνά τα 15-20 μέτρα λόγω της σχετικά περιορισμένης διαύγειας των νερών. Το δε οικοσύστημα του βυθού βρίσκεται στις βέλτιστες συνθήκες ανάπτυξης καθώς ο πυθμένας είναι πάντοτε καλυμμένος με νερό, το φως είναι άφθονο και η ποικιλία υποστρωμάτων αρκετά μεγάλη (βραχώδη, αμμώδη και λασπώδη).

 

Το οικοσύστημα αυτό παρουσιάζει πολλά διαμερίσματα περιλαμβάνοντας τα ζώα και τα φυτά (κυρίως Χλωροφύκη, Ροδοφύκη, Φαιοφύκη και θαλάσσια Αγγειόσπερμα), που ζουν προσκολλημένα στο βυθό, τα ζώα (κυρίως Αρθρόποδα, Εχινόδερμα και Γαστερόποδα Μαλάκια) που ζουν πάνω στο βυθό χωρίς να είναι προσκολλημένα και συχνά κινούνται ανάμεσα στα προσκολλημένα στο βυθό φυτά και ζώα και τέλος τα ζώα που κολυμπούν πάνω από το βυθό και ανάμεσα στα προσκολλημένα στο βυθό φυτά, κυρίως ψάρια και Γυμνοβράγχια Μαλάκια. Ο φυσικός ωστόσο ευτροφισμός των περιοχών αυτών τις καθιστά ιδανικές για την ανάπτυξη Δίθυρων Μαλακίων με εμπορική αξία όπως τα στρείδια (Ostrea edulis) τα μύδια (Mytilus galloprovencialis), τα χάβαρα (Modiolus barbatus), τα κυδώνια (Venus verucosa) και τα χτένια, διάφορα είδη των γενών Pecten και Chlamys, (Παναγιωτίδης -  Χατζημπίρος, 2004).

 

Αλιεύοντας λοιπόν το χτένι, οι κάτοικοι του Κόλπου της Καλλονής χρησιμοποιούσαν ένα παραδοσιακό συρόμενο στο βυθό εργαλείο, τη λαγκάμνα, ένα δίκτυ/απόχη, προσαρμοσμένο σε έναν τριγωνικό μεταλλικό σκελετό. Πρόκειται για μια κινητή δράγα, η οποία  σύρεται στο βυθό και χρησιμοποιείται για την αλίευση κυρίως οστράκων (χτένια, στρείδια, μύδια κι άλλα δίθυρα μαλάκια), παραλλαγές της οποίας έχουν καταγραφεί και ταξινομηθεί από την τεχνολογική εθνογραφία, σε διαφορετικές παράκτιες κοινότητες στην Ευρώπη και αλλού (Leroi-Gourhan, 1945), όπως για παράδειγμα στο γαλλικό νησί Houat του Ατλαντικού (Jorion, 1983), στην Ιταλία όπου χρησιμοποιείται και για το ψάρεμα της γλώσσας, ή στη Σύμη υπό την ονομασία γκαγκάβα, ως παράλληλη τεχνική για την σπογγαλιεία, (Μαμαλίγκα, 1986).


Χρησιμοποιείται επίσης πιο σπάνια η ονομασία αργαλειός, όπως μου μετέφεραν οι παλαιότεροι ψαράδες της Σκάλας. Πρόκειται για το ίδιο εργαλείο αλίευσης των οστράκων που βρίσκονται είτε σε βραχώδεις είτε σε αμμώδεις βυθούς, πλην όμως αρχικά μικρότερου (κατά το ήμισυ περίπου) μεγέθους.

 

Κοινό πάντα χαρακτηριστικό, είναι η σιδερένια λάμα στη ράχη του οποίου υπάρχει ένας σάκος από δίχτυ ή ένα μεταλλικό καλάθι. Ο αργαλειός είναι αρκετά αποτελεσματικός αρκεί να μην αναπηδά έντονα κατά το σύρσιμο του στο βυθό. Οι Σκαλιώτες θυμούνται πως ακόμα κατά τη δεκαετία του 1950, η χρήση του αργαλειού ήταν μια επίπονη και κουραστική εργασία.

 

Δίχως μηχανοκίνηση στα αλιευτικά σκάφη, η έλξη ενός εργαλείου που ζύγιζε από 15 κιλά (άδειο) έως και 50 κιλά (γεμάτο), με μόνη την ανθρώπινη μυϊκή δύναμη δεν άφηνε και πολλά περιθώρια εντατικοποίησης. Οι παραμικρές ανωμαλίες του βυθού δυσκόλευαν περεταίρω την χρήση του εργαλείου, καθιστώντας την σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη: «Παλιά τις λαγκάμνες τις τραβούσαν με τα χέρια και στα ανοικτά, 4 με 5 οργιές βάθος. Στα ρηχά όπου γεννάει το πλάσμα δεν πήγαιναν γιατί ήταν ανώμαλος ο βυθός και σκάλωνε η λαγκάμνα, αδύνατον να την τραβήξεις με τα χέρια. Τώρα τραβάνε με μηχανή που έχει μεγάλη δύναμη και μπορούν και τραβάνε παντού, έτσι ο κόλπος χαλάει. Βγάζουν ακόμα και τα χτένια τα μικρά – κι ας συμφώνησαν από πριν [να τα αφήσουν] έτσι για γινάτι. Παλιά με 5-6 ώρες κουπί κουραζόσουν, τώρα με τις μηχανές  πρωί, βράδυ να πάνε δεν τους πειράζει» (καταγραφή συνομιλίας με τον Ν.Α., Σκάλα Καλλονής, 13/03/1989).

 

Έτσι αρκετές περιοχές του κόλπου έμεναν σχεδόν αναλλοίωτες, διατηρώντας  ορισμένες τουλάχιστον αποικίες χτενιών ανέπαφες. Τα νεαρά χτένια είχαν έτσι την δυνατότητα να ενηλικιωθούν και πέραν της κρίσιμης τριετίας όπου κάθε επέμβαση στον αριθμό τους μπορεί να αποβεί μοιραία. Προτάθηκαν συνεπώς και  υιοθετήθηκαν διοικητικά και άλλα μέτρα για τον περιορισμό της αλιείας, τόσο ως προς την περιοδικότητα (Φεβρουάριος – Απρίλιος και κυκλικό σχήμα αλιείας ανά δεύτερο έτος), όσο και ως προς το μέγεθος (Λυκάκης, 1986). Στόχος ήταν η προστασία του γόνου καθώς για παράδειγμα, η επιλεκτικότητα στο μέγεθος των οστράκων εξαρτάται από το μέγεθος του ματιών του διχτυού ή του μεταλλικού καλαθιού, ενώ ως προς τη χρήση της λαγκάμνας θεσμοθετήθηκαν αντίστοιχοι τοπικοί όσο και χρονικοί περιορισμοί. Πλην όμως, οι περιορισμοί αυτοί ελάχιστα τηρήθηκαν στην πράξη.



Άλλωστε, όπως επαναλάμβαναν συχνά οι οστακαλιείς κατά τις εξόδους στα νερά του κόλπου, «στη θάλασσα δεν υπάρχον περιορισμοί, όσα σου δίνει τα παίρνεις». Η δε συρόμενη μηχανικά πλέον «διογκωμένη» λαγκάμνα, γεμάτη ζύγιζε έως και 70 κιλά. Ως προς το περιεχόμενό της, οι οστρακαλιείς της Σκάλας Καλλονής είχαν το δικό τους ιεραρχικό πλαίσιο αποτίμησης του προϊόντος της αλιείας τους, ξεκινώντας από το σημαντικό (συμβολικά «καθαρό» και πρακτικά προσοδοφόρο) έως το πλέον ασήμαντο (συμβολικά «ρυπαρό», άχρηστο), περιεχόμενο της λαγκάμνας (αργαλειού):


1) Χτενομάνα (Pecten maximus):   σπάνιο, γίνεται διακοσμητικό στόλισμα στο σπίτι.    2)  Χτένι (Chlamys glabra): το επιδιωκόμενο αλίευμα – προς πώληση σε συμφέρουσα τιμή. 3) Μικρό χτένι: αναμιγνύεται με το παραπάνω χτένι κανονικού προς πώληση μεγέθους ή καταναλώνεται ως περιζήτητος μεζές, (δεν ρίχνεται στη θάλασσα).  4) Άλλα οστρακοειδή, γίνονται μεζές.  5) Σουπιά: τεμαχίζεται για να χρησιμοποιηθεί ως δόλωμα. 6) Μικρά ψάρια: πάντα σε μικρό αριθμό, μεταφέρονται στο σπίτι για τις γάτες ! 7) Αστερίας: του οφείλεται σεβασμός, ρίχνεται στη θάλασσα.8) Καβούρια: θεωρούνται ως εχθρός, συνθλίβονται με ποδοπάτημα και ρίχνονται στη θάλασσα ! 9) Βρώμα: η σαβούρα που πετιέται στη θάλασσα, λάσπη κυρίως, για κάθε κιλό χτενιού που αλιεύεται, ρίχνεται στη θάλασσα 60 κιλά σαβούρας. 10) Ατραγάνα : μικρό κοράλλι, μυρίζει άσχημα μόλις αποκολληθεί, πετιέται όσο το δυνατόν γρήγορα στη θάλασσα,[Αναφορές κατοίκων Σκάλας Καλλονής  - 1989].

 

Συνδεδεμένη όμως με τη γονιμότητα της θάλασσας, η ατραγάνα κατά μια παλαιότερη καταγραφή, «είναι όπως τα κοράλλια τα ψιλά. Είναι άλλα στο μέγεθος της μπουνιάς του χεριού, έχει ατραγάνα και σφουγγάρια, άλλα είναι σαν πεταλίδες. Μέσα έχει σκουλήκια και τρων τα ψάρια. Η ατραγάνα βαστιέται στη θάλασσα, την ζωογονεί τη θάλασσα. Μόλις την ξεκολλήσεις και την πετάξεις αλλού βρωμάει, ψοφάει. Είναι ζωντανό πράμα» (μαρτυρία του Σταύρου Παγίδα από το Αϊβαλή στην Δέσποινα Μαζαράκη, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 1937). Επί των ημερών μας (1989), η βίαιη αυτή  αποκόλλησή της και μαζί με τους άλλους  απαραίτητους οργανισμούς από το βυθό του κόλπου που επίσης αφαιρούνται από τον βυθό, αντιστρέφει δραματικά τη σχέση ευεγερτικού/βλαβερού ως προς το περιβάλλον με βάση την παραπάνω στερεοτυπική ιεράρχηση των αλιέων.

 

Τα στερεότυπα του είδους, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του τεχνολογικού εξοπλισμού και των δυνατοτήτων του με την ταυτόχρονη επιδίωξη του υποτιθέμενου εύκολου και γρήγορου κέρδους υποθήκευσαν τις προοπτικές ενός αναπτυξιακού μοντέλου με γνώμονα την αειφορία. Παρά τα Προεδρικά Διατάγματα του 1990 τα οποία καθόριζαν τους περιορισμούς της αλιείας των οστράκων  στον κόλπο της Καλλονής για τα έτη 1991 και 1992, η υπεραλίευση (χαρακτηριζόμενη δικαίως και ως πλιάτσικο) συνεχίστηκε και δια της απαγορευμένης μεθόδου της χρήσης καταδυτικών μέσων, απειλώντας ολόκληρο το οικοσύστημα του κόλπου, με κίνδυνο πλέον ορατό, την κατάρρευση της περίφημης αλιείας της σαρδέλας (Μάργαρης, αρθρογραφία στο ΒΗΜΑ, 1991).

 

Για τους Σκαλιώτες, η εγκατάστασή τους επί δύο ή τρεις γενιές εκεί, δίχως (σχεδόν) παραχώρηση αγροτικής γης σε αντίθεση με τους πιο «φρόνιμους» (άρα και νομιμόφρονες) όμορους αγροτικούς πληθυσμούς, σήμαινε την εν δυνάμει και εσαεί «παραχώρηση» του κόλπου, για να μπορούν «δικαιωματικά να δουλεύουν τη θάλασσα» όπως έλεγαν οι ίδιοι, τουλάχιστον έως και τη δεκαετία του 1990. Όπως και σε άλλες στραμμένες παραδοσιακά προς τη θάλασσα συλλογικότητες (Jorion, 1983), η επανατροφοδότηση του στερεότυπου του ανυπότακτου θαλασσινού σε  συνδυασμό με την διαχείριση του καθημερινού κινδύνου, αναπαράγουν πρακτικές επιβίωσης, και της επίσης απαραίτητης θα λέγαμε επιφυλακτικότητας, βίας και πονηρίας, καθιστώντας κάθε σχέση  με τους δημόσιους φορείς, επίπονη και προβληματική.

 

Ταυτόχρονα, είχε ήδη ενταθεί η χρήση λιπασμάτων στις γεωργικές καλλιέργειες, και είχε μεταβληθεί η τεχνολογία των ελαιοτριβείων, επιβαρύνοντας τον κόλπο με την παραγωγή και απόρριψη σε αυτόν, πολλαπλάσιων πλέον ποσοτήτων υγρών αποβλήτων. Την ίδια εποχή, αυξήθηκε κατακόρυφα ο θερινός πληθυσμός των παράκτιων οικισμών με δεδομένες τις ανεπαρκείς  υποδομές διάθεσης οικιακών αποβλήτων, και τέλος εντατικοποιήθηκε όπως είδαμε η τεχνική αλιείας οστράκων, φυσικών όμως φίλτρων του κόλπου, (Παναγιωτίδης, 1994).

 

Ήδη πάντως από το 1989, όταν οι αλιείες της Σκάλας Καλλονής συνάντησαν τον τότε Νομάρχη, επιστρέφοντας έπειτα στο χωριό τους οι συζητήσεις στα καφενεία διεξήχθησαν μέσα σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα: «Διαμαρτυρηθήκαμε, όταν μας είπαν πως αν γίνουν αυτά [η εγκατάσταση της γαλλικής εταιρείας], δεν θα έχουμε δικαίωμα να ψαρεύουμε στα 200 με 500 μέτρα από τα όρια της συμφωνημένης περιοχής. Αυτά δεν γίνονται, εμείς τον κόλπο τον κληρονομήσαμε από τους παππούδες μας, είναι σαν να πηγαίνουν να πάρουν τα χωράφια από τους αγρότες. Με ποιό δικαίωμα έρχονται άλλοι ξένοι και εκμεταλλεύονται τη θάλασσά μας. Κι εμείς τι θα ψαρεύουμε, εργάτες θα γίνουμε;» (καταγραφή διαλόγου στη Σκάλα Καλλονής, 28/03/1989). Υπό αυτές τις συνθήκες και με τα πνεύματα τόσο οξυμένα, δεν ήταν πάντα ευνόητη η παρουσία μου εκεί ως εθνογράφου και χρωστώ την αποδοχή μου από την συντριπτική πλειοψηφία της κοινότητας, στην εμπιστοσύνη που μου έδειξαν από την πρώτη κιόλας στιγμή τρεις πολύ νέοι τότε αλιείς, με τους οποίους και πραγματοποίησα τις περισσότερες εξόδους στη θάλασσα στα πλαίσια μιας έντονα βιωματικής συμμετοχικής παρατήρησης.

 

Οι συνομιλητές μου τότε, είχαν ήδη τότε αντιληφθεί την επικείμενη εξαφάνιση των χτενιών από τον κόλπο της Καλλονής, μολονότι δεν κατάφεραν δυστυχώς να αντιδράσουν συλλογικά, μιας και θεωρούσαν πως κάθε πρωτοβουλία προς αυτήν την κατεύθυνση εμπεριείχε το σπέρμα της «προδοσίας» και της «υποταγής» στα κελεύσματα της κάθε λογής ετερότητας, είτε εκείνη ονομάζεται κρατικός φορέας, είτε περιβαλλοντικός οργανισμός, είτε πανεπιστημιακό ίδρυμα. Εκείνη πάντως την εποχή (1989), οι κάτοικοι της Σκάλας πίστευαν πως «όταν τελειώσουν τα χτένια, τα κυδώνια και τα ψάρια, θα επιρριφθεί το βάρος στον πολύ τουρισμό και θα επιτευχθούν έτσι ευοίωνες συνθήκες βιοπορισμού για την κοινότητα», (καταγραφή της 03/04/1989).

 

Μια εικοσαετία παρήλθε, και η τουριστική «ανάπτυξη» της Σκάλας Καλλονής, μεταμόρφωσε ριζικά τον οικισμό, με αμφιλεγόμενες στην καλύτερη περίπτωση αισθητικές του χώρου, σε συναρμογή με τη σταδιακή  αποδόμηση του δεσμού των κατοίκων με το θαλάσσιο περιβάλλον. Η δε καταστροφική προσαρμογή και εντατικοποίηση των παραδοσιακών χειροπραξιακών τεχνικών αφενός, και η μετάλλαξη του συμβολισμού των ρυθμών (κατανομή και ένταξη νέων οικονομικών δραστηριοτήτων στο ημερολογιακό έτος), ανέδειξαν τελικά το αδιέξοδο των αντιφατικών χρήσεων του περιβάλλοντος. Τόσο η πίεση προς το οικοσύστημα όσο και η διατάραξη της ισορροπίας ανάμεσα στην διαχείριση των φυσικών πόρων και την οικονομική  υποτιθέμενη ευμάρεια, υποθήκευσαν πλέον σοβαρά το μέλλον της κλειστής αυτής θάλασσας, καθώς έγινε πλέον συνείδηση πως οι ιδεατές συνθήκες μιας κλειστής κοινωνίας με περιορισμένα μέσα και σχετικά φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές και τεχνικές εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων πέρασε ανεπιστρεπτί.

 

Ας υποθέσουμε πως η παράλληλη επίσης άκριτη υιοθέτηση ενός μαζικού τουριστικού προτύπου  δεν θα σταθεί ικανή να φέρει πίσω τους αλιείς των οστράκων που από τον κόλπο της Καλλονής γίνονται τα τελευταία χρόνια εποχιακοί ψαράδες στις Κυκλάδες προς αναζήτηση πόρων.

 


Έμαθα πολύ αργότερα (το 2009), πως  μερικοί από τους ακάματους νεαρούς τότε βαρκάρηδες της λαγκάμνας και των χτενιών, μετανάστευσαν με την κατάρρευση των αλιευμάτων οριστικά σε άλλες χώρες, ορισμένοι μάλιστα δεν θέλησαν ποτέ να επιστρέψουν πίσω, ούτε ως επισκέπτες.

 

Δρ Παναγιώτης Γρηγορίου
Κοινωνικός Ανθρωπολόγος – Ιστορικός
Ιανουάριος 2010

 
Français

Επισκέπτες Online 1

 

Qui suis-je...

 

Anthropologue et historien, je me suis d'abord penché sur la notion d' "insularité", (terrain d'enquête auprès d'une communauté de pécheurs en mer Égée). En tant q'historien, j'ai proposé une "histoire culturelle de la guerre" dans les Balkans, utilisant des sources issues des écrits du front de la période 1916-1922, (lettres du front adressées à des marraines de soldat, carnets personnels). J'ai enfin porté ce même regard d'historien et d'ethnographe sur l'actualité française, en tant que correspondant en France de la revue grecque Némésis (1999-2008).

Plus sur mon Blog

 

 

 

Who am I...

 

Anthropologist and historian, I first considered the notion of "insularity" (a survey of a fishing community in the Aegean). Using written sources from the front of the 1916-1922 period, (letters sent from the front to soldiers' godmothers; personal diaries), as a historian, I proposed a "cultural history of war" in the Balkans. I finally brought this same look as a historian and ethnographer on French news, being a correspondent in France of the Greek magazine Nemesis (1999-2008).

More on my Blog

 
 
   
  CMSimple_XH στά Ελληνικά