Αρχείο αδελφών Δεσποτοπούλου

 

Εταιρεία Αρχείων “Μνήμες” - Φώντας Λάδης Αρχείο Δεσποτοπούλου”  (2009-2010)

Αποτίμηση – Συμπεράσματα - Προοπτικές

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

 

'Οταν το Μάϊο του 1919 οι πρώτοι έλληνες στρατιώτες αποβιβάζονται στη Σμύρνη, η περίοδος αυτή καταγράφεται ως το κομβικότερο επεισόδιο του ελληνο-οθωμανικού και ελληνοτουρκικού πολέμου επί τρία χρόνια και τρεις μήνες, όσο και η ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία, η οποία ολοκληρώνει δραματικά τον κύκλο, τόσο της ελληνο-βαλκανικής πολεμικής δεκαετίας (1912-1922), όσο και της ελληνικής εκατονταετίας (1821-1922), με το γεγονός το οποίο η ελληνική ιστοριογραφία κατέγραψε έκτοτε ως "Μικρασιατική καταστροφή".

Ως γνωστόν, ως προς την πολιτική και στρατιωτική της συνιστώσα, η Μικρασιατική εκστρατεία συνδέεται άμεσα με τους Βαλκανικούς πολέμους καθώς και με την ελληνική συμμετοχή στο Ανατολικό μέτωπο του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου, το γνωστό βαλκανικό μέτωπο των ετών 1917-1918. Η περίοδος έχει αναλυθεί ιστοριογραφικά με βάση τη στρατιωτική και πολιτική συνιστώσα με πραγματολογικό αρχειακό υλικό επίσημης κυρίως υφής, ή με βάση μαρτυρίες επωνύμων συντελεστών.

Υπάρχουν βέβαια και οι άλλες, οι εκ των έσω, “ει δυνατόν εν θερμώ” μορφές πραγματολογικού υλικού, όπως επιστολές, εφημερίδες του μετώπου, προσωπικά ημερολόγια και φωτογραφικό υλικό. Ανάμεσα σε αυτές στην Ελλάδα, σπανιώτατη περίπτωση είναι εκείνη του ΑΡΧΕΙΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ. Πρόκειται κατά κανόνα για κοπέλες αστικής κυρίως καταγωγής, μέλη πατριωτικών σωματείων με τις οποίες αλληλογραφούσαν ταυτόχρονα δεκάδες έως και ας σπάνιες περιπτώσεις, εκατοντάδες μαχητές. Το αρχείο των αδελφών Γεωργίας και Νεφέλης Δεσποτοπούλου, Εταιρεία Αρχείων ΜΝΗΜΕΣ και Ιδρυμα ΣΟΦΙΑ, αποτελεί μοναδικό σύνολο προσωπικών και συλλογικών τεκμηρίων του είδους, καθώς εμπεριέχει εκτός από τις επιστολές, φωτογραφίες, καρτ ποστάλ, χειρόγραφες εφημερίδες, υλικό, μέρος του οποίου δημοσιοποιήθηκε ήδη με την έκδοση του λευκώματος του Φώντα Λάδη, «Χαίρε Μέσα από τη Μάχη» το 1993, και συμπεριλήφθηκε στο εκθεσιακό πρόγραμμα “Φωτόδεντρο Μνήμης”.

Η αλληλογραφία αυτή με πάνω από 200 «εθνικούς επιστολογράφους», (έχει διασωθεί ως επιστολογραφία καθώς δεν έχουμε δηλαδή τις επιστολές που έστειλαν οι “αδελφές”), συνίσταται σε 2500 αρχειοθετημένες επιστολές της περιόδου 1917-1923.

Ξεκίνησα λοιπόν μια αποτίμηση του αρχείου, καθώς και την δακτυλογράφησή του με σκοπό την ανάδειξή του με τρόπο ηλεκτρονικό, με την αντίστοιχη ψηφιοποίηση. Αποτιμώντας λοιπόν κανείς το υλικό, αντιμετωπίζει αρχικά μια εν μέρει “μικρο-διαχρονικότητα” - μια συνέχεια στο χρόνο, ως προς τις αλληλουχίες των “ξεχωριστών” γεγονότων και τις αντίστοιχες εμπλοκές των βιωματικών καταθέσων. Θέλω να πω, πως δεν φαίνεται να υφίσταται με τόση ευκρίνεια η συμβαντολογική τομή ανάμεσα στα μέτωπα του Α Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική Εκστρατεία έως και το 1923 (Στρατιά Θράκης). Το μόνο επεισόδιο το οποίο μάλλον αποτιμήθηκε ως ξεχωριστό (ως να μην αφορά επίσης το σύνολο των υπό τα όπλα νέων ανδρών), ήταν η Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία – αν και το γεγονός δεν παραμένει εντελώς ασχολίαστο. Ως προς την αίσθηση του χρόνου πάλι, στις επιστολές περισσότερο παρά στις εφημερίδες του μετώπου, συχνά εκφράζεται αυτή η αίσθηση του συνεχούς πολεμικού χρόνου που εναποτίθεται και γηράσκει πρόωρα τους νεώτερους ιδίως στρατιώτες και αξιωματικούς, σε αντιπαραβολή μάλιστα με την συνεχιζόμενη κανονικότητα στα μετόπισθεν, η οποία καυτηριάζεται.

Το ΑΡΧΕΙΟ ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ δίνει μια εκτενέστατη εικόνα της καθημερινότητας, των πρακτικών και των στερεοτύπων μιας ολόκληρης γενιάς στρατευμένων και βεβαίως της τότε Ελληνικής κοινωνίας, ελλαδικής και μη. Πληροφορεί, για τον πολιτισμό, για το ιδεολογικό υπόστρωμα, τις έμφυλες συμπεριφορές τις καινοτομίες. Όπως εκείνη για παράδειγμα, γνωστή ως τα «Σπίτια του Στρατιώτου», ψυχαγωγική πρακτική γυναικείων ή μη, (θρησκευτικών) οργανώσεων, η οποία από το δυτικό μέτωπο, επεκτάθηκε και αλλού. Στα «Σπίτια» αυτά, οι στρατιώτες βρίσκουν θαλπωρή, χώρους αναψυχής με αναγνωστήρια περιοδικού τύπου και βιβλίων, την απαραίτητη προς αλληλογραφία γραφική ύλη, συχνά δε, τρόφιμα, φαγητό, ροφήματα και καθώς επίσης, δωρεάν ή σε χαμηλές τιμές, τσιγάρα.

Οι πολύσημες αυτές πρακτικές, εκτός του ότι είναι ενδεικτικές των σχέσεων φύλου και πατριωτισμού, της σύνδεσης δηλαδή της «φυσικότητας» του εθνικού δεσμού με τη γυναικεία φύση, παραπέμπουν επίσης στη διαδικασία ενσωμάτωσης/εθνοποίησης ορισμένων εγγενών στοιχείων, λειτουργιών και συμβολισμών, ειδικότερα δε, όσων άπτονται του αξιακού κώδικα των παραδοσιακών συστημάτων συγγένειας. Μια τέτοια ανάλυση του αρχείου, σε συνδυασμό και με άλλο πραγματολογικό υλικό, παραπέμπει άρα σε διαθεματικό και διεπιστημονικό θα έλεγα, θεωρητικό και μεθοδολογικό κόμβο, με την εμπλοκή ιστορικών, κοινωνιολόγων, κοινωνικών ανθρωπολόγων, ψυχολόγων ή ακόμα μελετητών της γλώσσας.

Έχοντας μερικώς συντάξει μιας πρώτης μορφής θεματολογική ανάλυση των επιστολών, παίρνοντας για παράδειγμα τον επιστολογράφο Μιχαήλ Οδυσσέα προς την Γεωργία Δεσποτοπούλου (100 επιστολές από το 1919 έως το 1922), το 80% των επιστολών περιστρέφεται γύρω από ζητήματα που άπτονται της σχέσης ανάμεσά τους με κάποιες επεκτάσεις σε γενικότερα θέματα σχέσεων των δύο φύλων (γάμος, φεμινισμός με κάποιες άμεσες ή έμμεσες αναφορές στη λειτουργία του σωματείου 20%). Σε επίσης 20% των επιστολών υπάρχουν αναφορές στο εθνικό συναίσθημα ή/και εκφράζονται πολιτικές απόψεις, ενώ πάλι στο ίδιο ποσοστό ο Μιχαήλ Οδυσσέας πληροφορεί για τους τόπους, την ανθρωπογεωγραφία, τις πόλεις και τη φύση. Το ένα τρίτο των επιστολών 33% εμπεριέχει αναφορές στην καθημερινότητα (ελεύθερος χρόνος, διατροφή, έξοδοι, άδειες, υγεία, ζώα, φωτογραφία, αθλητισμός, ψυχαγωγία), τέλος μόνο 4% των επιστολών πληροφορούν για τη μάχη, (βία, θάνατος, εχθρός, πεδίο της μάχης).

Ο δε Σταυρίδης Αρσένιος στην επιστολογραφία του (104 επιστολές), επικεντρώνεται λιγότερο το στη σχέση του με την “αδελφή” του 45%, επίσης στο 43% των επιστολών υπάρχουν πιο εκτενείς αναφορές στο εθνικό συναίσθημα ή/και εκφράζονται πολιτικές απόψεις – άλλωστε μην ξεχνάμε πως ο Σταυρίδης δημοσιογραφεί και εκδίδει τη δική του χειρόγραφη εφημερίδα Αυγή, ενώ πάλι στο ίδιο ποσοστό των επιστολών του 43% αναφέρεται στην δική του καθημερινότητα, σε 25% πληροφορεί για τους τόπους, την ανθρωπογεωγραφία, τις πόλεις και τη φύση, τέλος στο 6% των επιστολών δίνει στοιχεία για τη μάχη, τον εχθρό, τον θάνατο.

Θα λέγαμε πως στη δεύτερη περίπτωση (όπως και σε άλλες) υπάρχει μια μεγαλύτερη ισορροπία ανάμεσα στη θεματολογία του επιστολογράφου, ενώ η πρώτη περίπτωση είναι περισσότερο εσωστρεφής (όπως και με άλλους επιστολογράφους), ενδοπροσωπική θέτοντας τον πόλεμο και τα συμφραζόμενά του σε δεύτερο πλάνο.

Συνοπτικά, κατά μια πρώτη αποτίμηση του προαναφερθέντος πραγματολογικού υλικού, μπορούμε ήδη να προσδιορίσουμε την πολεμική αυτή εμπλοκή ως συνάγουσα, αν όχι ως επιστέγασμα, της διαδικασίας εμπέδωσης του εθνικού πολιτισμού κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και εν συνεχεία. Η βιωματική όμως αυτή εν θερμώ (αυτο)καταγραφή από τους πρωταγωνιστές του πολεμικού πράττειν, αφήνει προφανώς να εννοηθεί πως ο ελληνικός εθνικισμός, νομιμοποιώντας τις λειτουργίες και τους συμβολισμούς του, χρησιμοποίησε τόσο ενδογενή προϋπάρχοντα πολιτισμικά μορφώματα (σχέσεις και όρους συγγένειας για παράδειγμα), όσο και επιλεκτικά κάποιες άλλες, ευρύτερα ευρωπαϊκές πρακτικές, ενσωματώνοντάς τες στους, στην καθημερινούς της αξιακούς και συμβολικούς κώδικες συμπεριφοράς και κοινωνικότητας και “τρέχοντος πολιτισμού”.

Αντίστοιχες συγκρίσεις έχω κάνει με το Αρχείο Βουτιερίδη (68 επιστολές του Μικρασιατικού Μετώπου το 1922 στο ΕΛΙΑ), ή με το Αρχείο του Λυκείου των Ελληνίδων Χανίων (160 επιστολές προς κρητικοπούλες “αδελφές”), καθώς επίσης και με σημαντικό αριθμό ημερολογίων του μετώπου, εφημερίδων του μετώπου (Αρχείο Δεσποτοπούλου, ΕΛΙΑ, ΓΕΣ/ΔΙΣ), και τέλος με το αρχείο Μισαελίδη (εφημερίδα “Ο Συνάδελφος” - Σμύρνη 1922, Εθνική Βιβλιοθήκη).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Το ΑΡΧΕΙΟ ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ αποτελεί ένα σπάνιο, θα έλεγα “εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα” πραγματολογικό υλικό, το οποίο θα έπρεπε παραμένοντας προσβάσιμο στους ερευνητές να αξιοποιηθεί πληρέστερα. Συμπληρώνει, δίχως να την αναιρέσει, την τρέχουσα συμβαντολογική ιστοριογραφία, τη στρατιωτική ιστορία, την ανθρωπολογική θεώρηση της μάχης, και την εθνογραφία της εν πολέμω ελληνικής κοινωνίας κατά την κρίσιμη για το εθνος περίοδο 1917-1923. Καθώς εντάσσεται επίσης στη σφαίρα της (δια)προσωπικής γραφής και της μικρο-ιστορίας, όταν αξιοποιηθεί κατάλληλα, θα αναχθεί σε ένα πλήρες εργαλείο σύγκρισης, εν τέλει διαπολιτισμικής ιστορίας στο βαθμό που θα βρεθεί σε αντιπαραβολή με αντίστοιχο υλικό και προσεγγίσεις στις ΗΠΑ ή στη Δυτική Ευρώπη (βλ. Historial de Grande Guerre – Διεθνές Ίδρυμα Έρευνας Συγκριτικής Πολιτισμικής Ιστορίας του Α Παγκοσμίου Πολέμου - Γαλλία), και ελπίζω στο μέλλον με ανάλογες προσεγγίσεις και υλικό από τον χώρο των Βαλκανίων και βεβαίως της Τουρκίας.


Συμπερασματικά, το ΑΡΧΕΙΟ ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ ως αναπαραστατικός φορέας του πολύπτυχου παρελθόντος, ανήκει πιστεύω στο ερευνητικό μέλλον, αρκεί να το αντιληφθούν πλήρως και εγκαίρως, (όχι μόνον οι ιστορικοί), αλλά και οι εν δυνάμει ενδιαφερόμενοι και εμπλεκόμενοι φορείς.


Δρ Παναγιώτης Γρηγορίου – Ερευνητής Επιστημονικός συντονιστής Αρχείου Δεσποτοπούλου

Ιστορικός – Κοινωνικός Ανθρωπολόγος

Αθήνα, Ιούνιος 2010