Ιστορική έρευνα
Η προσέγγισή μου, βρίσκεται στο σταυροδρόμι δύο κλάδων, της ιστορίας και της κοινωνικής ανθρωπολογίας, τόσο όσον αφορά την οπτική, όσο και ως προς την επιλογή του αντικειμένου. Αν και η συμπληρωματικότητα μεταξύ των δύο κλάδων έχει εδώ και καιρό επισημανθεί, ως προς το ερευνητικό ενδιαφέρον που δείχνουν αναδεικνύοντας την ετερότητα και τη διαφορά, πλην όμως διατηρούν πιστεύουμε διαφορετικά σημεία εκκίνησης: η ετερότητα εκλαμβάνεται από τους ιστορικούς ως διαχρονικότητα ή/και ασυνέχεια, ενώ για τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους ως παραλλαγή στα γεωγραφικά (και όχι μόνο) πλαίσια των ανθρωπίνων πολιτισμών.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι δύο αυτές προσεγγίσεις ενδέχεται να συγκλίνουν, δεδομένου ότι τα αντικείμενα υπό μελέτη το επιτρέπουν. Ίσως εν δυνάμει η θεματολογία του πολέμου να εμπεριέχει φαινομενικά την ετερότητα, το παράδοξο, το εξωκοινωνικό, σε σχέση με τις αντίστοιχες μελέτες του κοινωνικού πρακτέου σε στιγμές ειρήνης. Λέμε φαινομενικά καθώς υιοθετούμε την άποψη πως πρόκειται για τις ίδιες συλλογικότητες για τις οποίες ο διαχωρισμός ειρήνη/πόλεμος ίσως να μην είναι και τόσο απόλυτος, όσο τουλάχιστον τον εξέλαβαν αρκετοί ερευνητές. Έτσι στην περίπτωσή μας, θα αναρωτηθούμε ως προς τις ιδιαιτερότητες (ή μη) των πρακτικών και των μορφών δράσης, κοινωνικότητας και κοινωνικοποίησης μια ευρύτερης γενιάς νέων ανδρών στα χρόνια της όξυνσης και της μακροχρόνιας στράτευσης (1917-1923). Πέρα από μια ιστορική ελπίζουμε εθνογραφία επί του θέματος, θα επιχειρήσουμε την ανάδειξη μιας “συγχρονικότητας κατά το παρελθόν" – προσεγγίζοντας άμεσες πηγές (επιστολές, ημερολόγια του μετώπου), δίχως βέβαια να αγνοήσουμε τις περισσότερο ιστορικές μεθόδους και κεκτημένες παραδοχές της τρέχουσας σχετιζόμενης ιστοριογραφίας.
Υποθέτουμε επίσης πως τα ίχνη μιας εγγενούς ελληνικού πολιτισμού πολέμου ο οποίος συμμετείχε (αν δεν συνετέλεσε) επί μακρόν σε τρία απανωτά Ελληνοτουρκικά (και τα ενδοβαλκανικά) πολεμικά επεισόδια σε δέκα χρόνια (από το 1897), είναι δυνατόν να ανασυρθούν και να αξιολογηθούν ως προς τη λειτουργικότητά και την εξέλιξή τους επί του πρακτέου, κατά την ανάγνωση των προσωπικών γραφών των νέων αυτών ανθρώπων, ανδρών και γυναικών. Συμπεριλαμβάνουμε δε και τις νέες γυναίκες στην έρευνά μας στο βαθμό που ένα μεγάλο μέρος των πηγών δεν θα είχε παραχθεί δίχως τη δημιουργική αλληλεπίδραση των δύο φύλων, υπό το πρίσμα του πατριωτισμού. Θα το επαναλάβουμε, αυτού του είδους η ενδοσκόπηση δεν θα ήταν δυνατή δίχως έναν σημαντικό όγκο άμεσων πηγών τις οποίες θα μπορούσαμε να καθορίσουμε ως εν δυνάμει “λανθάνουσες προφορικές μαρτυρίες”, επιστολές προς “αδελφές του στρατιώτου”, ημερολογιακές καταγραφές και υπό κάποιους όρους, εφημερίδες των χαρακωμάτων.
Βρισκόμαστε πάντως αντιμέτωποι με πηγές οι οποίες (ανα)παράγουν (συν τοις άλλοις) έναν πολύπλευρο γραπτό λόγο ως προς τον πόλεμο και την ίδια τους τη ζωή (και βεβαίως τον θάνατο) των στρατιωτών στο μέτωπο. Η αφομοίωσή του δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση, τόσο λόγω της πληθώρας των συντελεστών (αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, οπλίτες, εγγράμματοι και μη, γόνοι αστικών οικογενειών, νέοι της ελλαδικής υπαίθρου, της Παλαιάς Ελλάδας, της Μικράς Ασίας, της “καθ'ημάς Ανατολής”), όσο και διότι θα έπρεπε τρόπον τινά να αφομοιώσουμε και το υπόρρητο στα λεγόμενά τους, την αυτολογοκρισία, τα εν δυνάμει αποσιωπητικά, τις ίδιες τους τις σιωπές. Πάραυτα, προτείνουμε μια θεματική διάρθρωση της παρούσας εργασίας σε τέσσερις ενδεικτικές ενότητες, διαδικασία η οποία φαίνεται απαραίτητες (αν και όχι η μόνη πιθανή) για την ab ovo μελέτη των συλλογικών αναπαραστάσεων της στρατευμένης νέας γενιάς της περιόδου (1918-1922), η οποία υποτίθεται και εκτιμάται πως συνιστά μια “αναγνωρίσιμη κοινωνιολογική ομάδα”.
Θα ήταν επίσης χρήσιμο να θυμίσουμε πως οι δυνατότητες της (όποιας) γλώσσας είναι γενικά πολύ περιορισμένες όταν πρόκειται να περιγραφεί η ίδια η μάχη, η οποία βρίσκεται υποθέτουμε στο επίκεντρο του εν πολέμω βίου. Υπό την έννοια αυτή, κάποιοι στρατιώτες προσφεύγουν συχνά στον ποιητικό λόγο για να περιγράψουν τα γεγονότα του πολέμου και πιο συγκεκριμένα αυτές της στιγμές όπου ο αγώνα και η βία έως κτηνωδία σε κάθε μορφή. Χρησιμοποιώντας ίσως άτεχνα το ποιητικό μέτρο, άλλοτε δε ως μίμηση της εν χρήσει δημοτικής παράδοσης, ανασυνθέτουν ορισμένες πολύ “περιεκτικές” στιγμές των ατομικών ή συλλογικών τους εμπειριών, όταν οι αντίστοιχες εκφράσεις του πεζού λόγου ωχριούν ή δεν αποπειρώνται.
Τέλος, οι αυτοσχέδιοι αυτοί ποιητές δεν είναι οι πλέον εγγράματοι ή αστικής προέλευσης στρατιώτες αλλά είναι συχνά νέοι της υπαίθρου. Έτσι η “ουτοπία” του πεδίου της μάχης εξωτερικεύεται ως μαντινάδα, ποίηση ή αυτοσχέδιο μοιρολόι. Αυτή είναι η περίπτωση της τότε νέας γενιάς στη Μικρά Ασία και των εκφραστικών μέσων που διέθετε δια των οποίων μας άφησαν μολονότι αξιοθαύμαστα συγγράμματα. Εκτός λοιπόν από μερικά ποιήματα εμπνευσμένα από λογοτεχνικές τάσεις της εποχής (ποιήματα που γράφτηκαν από στρατιώτες με αστικές αστικές καταβολές), απαντάται κι ένα άλλο είδος κειμένου, εμπνευσμένο από την παραδοσιακή λαϊκή ποίηση και τον εν γένει προφορικό λόγο της ελληνικής περιφέρειας, ο οποίος έμελλε προφανώς να Βέβαια η ίδια αυτή νέα γενιά είχε ταυτόγχρονα εμποτιστεί και από τις αντίστοιχες (ημι)λόγιες εκφάνσεις του έμμετρου λόγου, έτσι όπως τον επεξεργάστηκε ο περιρρέον εθνικισμός, εντός και εκτός σχολικής άλλωστε διεργασίες.